- συνεξωθώ
- -έω, ΜΑδιώχνω κάποιον μαζί ή συγχρόνως με κάποιον άλλομσν.αποβάλλω κάτι ταυτοχρόνωςαρχ.βγάζω προς τα έξω μαζί («συνεξωθέεται ἐκ τῆς σαρκός ἔξω ἐπὶ τὸ δέρμα [ὁ ἱδρώς]», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.